- νοσοκόμοι
- νοσοκόμοςsick-nursemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
больноприимьць — БОЛЬНОПРИИМЬЦ|Ь (3*), А с. Человек, ухаживающий за больными в больнице: братъ изъбранъ бы(с). искушениѥ приимъ. и врачевныи ||=первыи болноприимець. слуги имѣ˫а три. и четыри и пѩть. свои замыслъ творѩше. самъ келарѩше. маслица состра˫аше и всѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
παρακοιμώμαι — άομαι, ΝΜΑ, παρακοιμούμαι και παρακοιμάμαι Ν κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τόν φυλάω από τυχόν κινδύνους νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ο παρακοιμώμενος (στο Βυζάντιο) αξιωματούχος, επικεφαλής όλων τών κοιτωναρίων, δηλαδή… … Dictionary of Greek
παρεδρεύω — ΝΜΑ [πάρεδρος] είμαι πάρεδρος, ασκώ καθήκοντα παρέδρου μσν. αρχ. στέκομαι ή κάθομαι δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι μσν. παρατηρώ κάτι με μεγάλη προσοχή αρχ. 1. είμαι συνεχώς κοντά σε κάποιον 2. υπηρετώ, εξυπηρετώ, περιποιούμαι 3. κατέχω… … Dictionary of Greek
Ραββουλάς — Επίσκοπος Έδεσσας της Συρίας. Γεννήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, το δεύτερο μισό του 4ου αι. Το 400 περίπου έγινε μοναχός και το 411 επίσκοπος. Καταπολέμησε τους αιρετικούς οι οποίοι προκαλούσαν ταραχές στην εκκλησία της Έδεσσας, ανακαίνισε και… … Dictionary of Greek